ελεώ — ελεώ, ελέησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ελεώ — ( έω) (AM ἐλεῶ) 1. αισθάνομαι έλεος, συμπόνια για κάποιον 2. δίνω ελεημοσύνη ή βοήθεια σ όσους έχουν ανάγκη 3. φρ. «Κύριε ἐλέησον» Κύριε, σπλαχνίσου μας, χάρισέ μας το έλεός σου μσν. νεοελλ. (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) ἡ Ἐλεοῡσα προσωνυμία τής… … Dictionary of Greek
ελεώ — ελέησα, ελεήθηκα, ελεημένος, μτβ. 1. αισθάνομαι για κάποιον έλεος, οίκτο, συμπάθεια, συμπόνια, συμπονώ. 2. δίνω σε κάποιον ελεημοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλεῷ — ἐλεάω pres opt act 3rd sg ἐλεός kitchen table masc dat sg ἐλεός kitchen table neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλέω — Ἔλεος masc/neut nom/voc/acc dual Ἔλεος masc/neut gen sg (doric aeolic) Ἔλεος masc nom/voc/acc dual Ἔλεος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλέω — ἔλεος pity masc nom/voc/acc dual ἔλεος pity masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλέῳ — Ἔλεος masc/neut dat sg Ἔλεος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλέῳ — ἔλεος pity masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλέωι — Ἐλέῳ , Ἔλεος masc/neut dat sg Ἐλέῳ , Ἔλεος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλέωι — ἐλέῳ , ἔλεος pity masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)